- βρεφοδόχος
- ο1. εκείνος που παραλαμβάνει το βρέφος2. το θηλ. ως ουσ. θήκη, κούνια έξω από βρεφοκομείο όπου τοποθετούνται τα έκθετα βρέφη.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -δόχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Ζίννη].
Dictionary of Greek. 2013.